- πραιπόσιτος
- πραιπόσιτοςpraepositusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραιπόσιτος — και πραιπόζιτος και πρεπόσιτος, ο, ΝΜΑ (στους Βυζαντινούς) αξιωματούχος, αρχιευνούχος τού βασιλικού ανακτόρου, εκλεγμένος από τους ευνούχους, ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στις υποθέσεις τού κράτους αρχ. αρχηγός στρατού ή έπαρχος («πραιπόσιτος… … Dictionary of Greek
πραιποσίτοις — πραιπόσιτος praepositus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιποσίτου — πραιπόσιτος praepositus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιποσίτους — πραιπόσιτος praepositus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιποσίτων — πραιπόσιτος praepositus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιποσίτῳ — πραιπόσιτος praepositus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιπόσιτοι — πραιπόσιτος praepositus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιπόσιτον — πραιπόσιτος praepositus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRAEPOSITI — dicuntur sub rubr. Cod. de suscept. et praepos. qui horreis pagisque praefecti sunt, l. 2. Cod. eod. tit. horreis scil. in quae species fisco debitae importantur, pagus autem, unde exportantur, Prateius ex Cuiacio ad d. rubr. apud Ioh. Calvin.… … Hofmann J. Lexicon universale
πραιποσιτεύω — Α [πραιπόσιτος] 1. ασκώ την αρχή τού πραιπόσιτου 2. μέσ. πραιποσιτεύομαι εκλέγομαι ή διορίζομαι πραιπόσιτος … Dictionary of Greek